Του Δημήτρη Μπεκιάρη
Σε ένα πολύ πρόσφατο άρθρο του Ross Douthat στους New York Times οι τοποθετήσεις των νέων «κυβερνητών» σε Ελλάδα και σε Ιταλία, δηλαδή του Λουκά Παπαδήμου και του Μάριο Μόντι αντίστοιχα, χαρακτηρίστηκαν ως «τεχνοκρατικά πραξικοπήματα».
Τα «τεχνοκρατικά πραξικοπήματα» αντιμετωπίζονται από ολοένα και περισσότερους αναλυτές σε ολόκληρο τον κόσμο ως τα άμεσα αποτελέσματα της ανατροπής των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων από το διεθνές τραπεζικό σύστημα και τις αγορές. Στις πλατιές λαϊκές μάζες, γίνεται πεποίθηση ότι οι τεχνοκράτες εντολοδόχοι πρωθυπουργοί αποτελούν τους αγωγούς για την επιβολή των πολιτικών και οικονομικών σχεδίων που εξυφαίνουν τα ανώτερα τμήματα της υπερεθνικής ελίτ σε βάρος των κρατών και των λαών. Η διαδικασία παράκαμψης της λαϊκής βούλησης, τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, η παραβίαση της συνταγματικής τάξης αποτελούν τα πρώτα δείγματα της μεγιστοποίησης του ήδη υπάρχοντος ελλείμματος δημοκρατίας, το οποίο θα διευρυνθεί και θα ριζώσει στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, στις δεκαετίες, οι οποίες έρχονται. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ross Douthat «Η σταθερότητα επιτυγχάνεται σε βάρος της δημοκρατίας. Ο κοινοβουλευτικός διάλογος και οι εκλογές δεν θα εξαφανιστούν. Αλλά η πραγματική εξουσία, σε ό, τι αφορά στη λήψη αποφάσεων, θα περάσει εις το διηνεκές στις δυνάμεις που εκπροσωπούν τον αποκαλούμενο “Όμιλο της Φρανκφούρτης”. Εναν ad hoc κλειστό κύκλο εξουσίας που συγκροτείται από τη γερμανίδα Ανγκελα Μέρκελ, το γάλλο Νικολά Σαρκοζί και μια χούφτα τραπεζίτες και ευρωκράτες, οι οποίοι διαχειρίζονται από τον Οκτώβριο την ευρωπαϊκή κρίση».
Ωστόσο το έλλειμμα δημοκρατίας δεν αποτελεί σημερινή συμπτωματολογία και αποτέλεσμα απλά και μόνο της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Αντίθετα αυτό το στοιχείο θα το εντοπίσει κανείς σε ολόκληρη τη διάρκεια της εξέλιξης του διαδικαστικού πλαισίου, το οποίο ονομάζεται «Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Οι πολιτικοί θεσμοί επάνω στους οποίους στηρίχθηκε η «Ευρωπαϊκή Ενοποίηση» πάντοτε εμπεριείχαν έντονο το στοιχείο του ελλείμματος της δημοκρατίας. Η νομισματική, δημοσιονομική και φορολογική πολιτική, πάντοτε επιβαλλόταν, χωρίς να ερωτώνται οι λαοί, μέσω εκλεγμένων κυβερνήσεων «μαριονετών».
Οι ίδιες οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, συντεταγμένα και αποκρούοντας εκ των προτέρων τις ενστάσεις των ευρωσκεπτικιστικών θεωριών, λειτούργησαν προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης του ελλείμματος δημοκρατίας τις προηγούμενες δεκαετίες, μέχρι και σήμερα. Τα προηγούμενα χρόνια τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια απώλεσαν σταδιακά το κύρος τους και το ρόλο τους ως πεδία αντιπροσώπευσης των λαών και μετατράπηκαν σε χώρους αντιπροσώπευσης των συμφερόντων των υπερεθνικών και εθνικών ελίτ. Μια απλή ιστορική αναδρομή αρκεί ώστε να πειστεί και ο πιο δύσπιστος ότι ακόμη και οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις εφάρμοσαν πολιτικά προγράμματα εκ διαμέτρου αντίθετα σε σχέση με όσα εξήγγειλαν και πάντοτε σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων. Πλέον τα ιερατεία του διεθνούς τραπεζικού συστήματος και των αγορών και τα διευρωπαϊκά και υπερεθνικά πολιτικά και οικονομικά clubs χέρι –χέρι με την medioκρατία πραγματοποιούν άλλη μια υπέρβαση επιβάλλοντας τους κανόνες της «δημοκρατικής οπισθοδρόμησης» ως δήθεν αναγκαιότητας για την «σταθερότητα στην ευρωζώνη».
Υφαρπαγή
Στον 21ο αιώνα τα «τεχνοκρατικά πραξικοπήματα» ή οι «χούντες της υπερεθνικής ελίτ», οι οποίες έχουν ξεκινήσει να επιβάλλονται με αφετηρία χώρες του ευρωπαϊκού νότου, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, αποτελούν άλλη μία απόδειξη ότι το διεθνές τραπεζικό σύστημα και οι αγορές επιτυγχάνουν, και μάλιστα σταδιακά και με βαθμιαίο τρόπο, την υφαρπαγή των κλασσικών και παραδοσιακών αρμοδιοτήτων του έθνους – κράτους. Βασικό στοιχείο αυτής της μεθόδευσης αποτελεί η απώλεια από τα κράτη της εθνικής, οικονομικής και λαϊκής (όσης έχει απομείνει) κυριαρχίας. Αντικειμενικός σκοπός του συγκεκριμένου μεθοδευμένου σχεδίου βαθμιαίας υφαρπαγής των αρμοδιοτήτων των εθνών – κρατών είναι η δημιουργία ενός είδους «Πολιτικής Ένωσης της Ευρώπης». Τα υπερεθνικά κέντρα, δηλαδή πολιτικοί και οικονομικοί όμιλοι συμφερόντων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η G20, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο ΟΟΣΑ και άλλοι, υπερ – προβάλλουν μέσω τμημάτων της medioκρατίας και αντιδραστικών ακαδημαϊκών κύκλων την αναχρονιστική διάσταση της έννοιας του «έθνους – κράτους», αποκρύπτοντας, ωστόσο, σκόπιμα ότι η υλοποίηση των στρατηγικών τους προϋποθέτει την ύπαρξη ισχυρού έθνους – κράτους, το οποίο είναι ακόμη αναγκαίο για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Εδώ, όμως, τίθεται το ερώτημα: Η κατάργηση, στην πράξη της εθνικής κυριαρχίας, μέσα και από την διαδικασία της διαρκώς εντεινόμενης κατάδειξης του αναχρονιστικού χαρακτήρα της έννοιας του «έθνους – κράτους» ισχύει για όλα τα κράτη;
Ο ρόλος κάθε ενός από τους παραπάνω οργανισμούς ή ομίλους συμφερόντων είναι κατά βάση (και) εθνικός, καθώς προϋποθέτει την συνεργασία συγκεκριμένων εθνών – κράτων και των οικονομικών και πολιτικών ελίτ τους. Ας μην ξεχνά κανείς ότι συχνά – πυκνά, τις τελευταίες δεκαετίες η έννοια του «εθνικού συμφέροντος» ταυτίστηκε με την έννοια του συμφέροντος της εθνικής ελίτ ή άλλως της ντόπιας ελίτ.
Ο οικονομικός εθνικισμός ενυπάρχει, ως στοιχείο, στους κόλπους της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, πλέον, μπορούν να τον εκφράσουν συγκεκριμένα κράτη, τα πιο ισχυρά ή το πιο ισχυρό, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, η οποία δεν θέλει προς όφελος των δικών της εξαγωγών τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει να ασκήσει την επικυριαρχία της μέσω ενός Μόνιμου Μηχανισμού Σταθερότητας.
Τα πιο ανίσχυρα, υπερχρεωμένα και εξαρτημένα από τους διεθνείς δανειστές κράτη, σχεδιάζεται να απολέσουν άμεσα την εθνική τους κυριαρχία. Ο εθνικός τους πλούτος θα περάσει στα χέρια των ξενικών, προς αυτά, συμφερόντων με αποικιακούς όρους, τα μέσα παραγωγής μετά την από – κοινωνικοποίησή τους θα απ-εθνικοποιηθούν και ο ευρωπαϊκός χώρος, ομοσπονδιοποιημένος, αλλά με την ηγεμονική παρουσία ισχυρών κρατών, όπως η Γερμανία, τα οποία θα επικυριαρχήσουν διατηρώντας προς όφελός τους ισχυρό τον χαρακτήρα του «έθνους – κράτους, θα τεθεί κάτω από ενιαία διοίκηση. Την ώρα που η Ελλάδα και η Ιταλία υφίστανται με βίαιο τρόπο την απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας και την συστηματική εξαθλίωση των λαών τους, η Γερμανία ως ηγεμονικός ευρωπαϊκός παράγοντας, ως Δ΄ Ράιχ, το οποίο εφορμά ώστε να ασκήσει την επικυριαρχία του στον Ευρωπαϊκό χώρο, ενισχύει τον χαρακτήρα του δικού της έθνους κράτους, ευρισκόμενη στην κεφαλή της εκστρατείας ενός ενιαίου σχεδίου, το οποίο περιλαμβάνει: Την πολιτική ενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου υπό γερμανική διοίκηση, τον οικονομικό στραγγαλισμό και εξανδραποδισμό των αδύναμων κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, την απογύμνωσή των ανίσχυρων χωρών από τους εθνικούς πόρους και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους και τελικά την γεωγραφική διεύρυνση της ίδιας της Γερμανίας.
Η «δικτατορία των αγορών» αποτελεί πλέον ένα από τα κορυφαία θέματα συζήτησης στους κόλπους της Ευρώπης. Η έννοια της «δικτατορίας των αγορών», θεωρητικοποιείται ακόμη πιο πολύ, στο πλαίσιο της συζήτησης που διεξάγεται, με τις πολιτικές ηγεσίες να παρατηρούν σαστισμένες την επιβολή των «τεχνοκρατικών πραξικοπημάτων» και αποτυπώνεται ως «υποταγή σε νεοφιλελεύθερους δομικούς εξαναγκασμούς». Τώρα, σιγά – σιγά η Ευρώπη ανακαλύπτει εκείνο το οποίο είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες, ότι δηλαδή «Ο νεοφιλελευθερισμός είναι από τη φύση του εχθρικός προς τη δημοκρατία».
Η «δικτατορία των αγορών» δεν συνιστά «απειλή»! Βρίσκεται ήδη εδώ και αποτελεί τον εφιάλτη του αιώνα που διανύουμε.