Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Η αμερικανική οικονομία αναζητεί διέξοδο μέσω ενός πολέμου;


Του Δημήτρη Μπεκιάρη

Το οικονομικό Κραχ στις ΗΠΑ το 1929 υπήρξε το βασικό αιτιολογικό πλαίσιο το οποίο οδήγησε στην πολιτική και οικονομική αστάθεια της δεκαετίας του 1930 και τελικά στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ΗΠΑ εξήλθαν από τον πόλεμο ενισχυμένες και εξελίχθηκαν σε στρατιωτική δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας και στον ισχυρότερο διεθνή παράγοντα, επιτυγχάνοντας να καταστήσουν το δολάριο το μοναδικό παγκόσμιο νόμισμα μέσω της συμφωνίας του Bretton Woods το 1944. Οι Αμερικανοί ενεπλάκησαν στον πόλεμο ως υπερχρεωμένοι και εξήλθαν ως οι μεγαλύτεροι πιστωτές

Σήμερα, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα προηγούμενα χρόνια ενσωματώθηκαν στον κρατικό τους προϋπολογισμό τα συσσωρευμένα χρέη των τραπεζών, ενώ ταυτόχρονα το δημόσιο χρέος τους εμφανίζει αυξητικές τάσεις. Τα οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ, επίσης, οξύνθηκαν από την παρουσία χιλιάδων Αμερικανών στρατιωτών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, γεγονός που οδήγησε, τελικά, στην απόφαση για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ.
Τα παραδείγματα του παρελθόντος δημιουργούν την ψευδαίσθηση σε κύκλους στην Ουάσιγκτον ότι η προοπτική στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράν, η οποία μοιραία θα ελάμβανε διεθνείς διαστάσεις, θα αποτελέσει την αφετηρία για έξοδο της αμερικανικής οικονομίας από την κρίση. Εκτός αυτού, εισηγήσεις σε κλειστά σαλόνια προβάλλουν την ανάγκη επανεπιβεβαίωσης της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ μέσω της ενεργοποίησης της αμερικανικής στρατιωτικής μηχανής, η οποία θα οδηγήσει σε εύκολη, νέα διεθνή επικράτηση το αμερικανικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα. Και βέβαια οι ίδιοι κύκλοι θεωρούν ότι στην παρούσα φάση πρέπει να επιταχυνθούν, ακόμη και διά της στρατιωτικής ισχύος, οι διαδικασίες αναδιανομής των σφαιρών επιρροής σε πλανητικό επίπεδο.
Από την άλλη, η θέση του Ισραήλ είναι πάγια εδώ και χρόνια, δεδομένου ότι εκλαμβάνει τον ρόλο του Ιράν στην περιοχή ως την κυριότερη απειλή για το ίδιο. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η αμερικανο-ισραηλινή επέμβαση στο Ιράν θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή σε υπέρβαση των ορίων της διεξαγωγής ενός περιφερειακού πολέμου, δεδομένης της εμπλοκής πολλών μεγάλων διεθνών και πολλών κρατικών συμφερόντων. Βέβαια, κάτι τέτοιο, με βάση το status quo στις διεθνείς ισορροπίες, θεωρείται, προς το παρόν, μάλλον απίθανο. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει εμπεδωθεί από τις ισχυρότερες χώρες του κόσμου ότι τα προβλήματα στις διεθνοπολιτικές σχέσεις μπορούν και λύνονται διά της διπλωματίας και της συνεργασίας και όχι διά του πολέμου. Εξάλλου, για διαφορετικούς πάντα λόγους, οι πάντες έχουν ανάγκη τους πάντες.
Ωστόσο, η Ρωσία θέτει υπό αμφισβήτηση τα στοιχεία που επικαλείται η Δύση περί κατασκευής πυρηνικών όπλων από το Ιράν και αποκαλύπτει στοιχεία για τις πιέσεις που ασκούνται από το Τελ Αβίβ στην Ουάσιγκτον ώστε να εμπλακούν οι ΗΠΑ σε πόλεμο, καθώς και για την αμερικανική χρηματοδότηση προς την ιρανική αντιπολίτευση. Επίσης, η Κίνα και η Ιαπωνία θα μπορούσαν να εκλάβουν τον αμερικανικό νόμο περί αποκλεισμού όσων έχουν δοσοληψίες με την Κεντρική Τράπεζα του Ιράν από τη δυνατότητα πρόσβασης στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ως εκβιαστική κίνηση, δεδομένου ότι αυτές οι οικονομίες «τροφοδοτούνται» με τεράστιες ποσότητες ιρανικού πετρελαίου και, αν συνεχίσουν να αγοράζουν ιρανικό πετρέλαιο, τότε τα προϊόντα τους με τη σειρά τους θα αποκλειστούν από την αγορά των ΗΠΑ. Εχει ιδιαίτερη σημασία ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Μπ. Ομπάμα στο πλαίσιο της παρουσίασης της «νέας αμυντικής στρατηγικής» των ΗΠΑ ανακοίνωσε την στροφή του αμερικανικού ενδιαφέροντος στις «κρίσιμες περιοχές της Ασίας και του Ειρηνικού». Οπως είναι φυσικό το νέο αμερικανικό στρατιωτικό δόγμα προκάλεσε την αντίδραση του Πεκίνου το οποίο εκλαμβάνει τις προθέσεις της Ουάσιγκτον ως απόπειρα που στόχο έχει την περικύκλωση της Κίνας.

Οι εισηγητές της διεξαγωγής πολέμου ως λύσης για την έξοδο από την κρίση η οποία ταλανίζει την αμερικανική οικονομία, το πρώτο που θα ήθελαν να αποφύγουν, για παράδειγμα, είναι να υποβιβαστούν οι ΗΠΑ σε θέση κατώτερη από εκείνη της Κίνας στο διεθνές σύστημα ισχύος. Πιστεύουν ότι η διεξαγωγή ενός πολέμου –καθώς και η νίκη σε αυτόν– μεγαλύτερου από εκείνον στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, ενός πολέμου στον οποίο θα εμπλακούν περισσότερα και μεγαλύτερα διεθνή συμφέροντα, θα δώσει τη δυνατότητα της γεωπολιτικής ανακατάταξης σε μια περιοχή παγκοσμίου ενδιαφέροντος, σε πολλούς τομείς, όπως για παράδειγμα σε αυτόν της ενέργειας, προς όφελος των ζωτικών συμφερόντων της υπερδύναμης. Ενα από τα ισχυρότερα επιχειρήματά τους είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, παρά τα οικονομικά τους προβλήματα, εξακολουθούν και αποτελούν την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη διεθνώς και θεωρούν ότι η νίκη σε έναν πόλεμο διεθνοποιημένο είναι βέβαιη. Υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι η ώρα για δράση προκειμένου να επανακαθοριστούν οι ζώνες επιρροής σε παγκόσμιο επίπεδο είναι «τώρα», που το συγκριτικό πλεονέκτημα της στρατιωτικής ισχύος έναντι οποιουδήποτε άλλου κράτους παγκοσμίως εξακολουθεί και υφίσταται. Ταυτόχρονα κινδυνολογούν, υποστηρίζοντας ότι η ενδεχόμενη απώλεια της στρατιωτικής ισχύος στις επόμενες δεκαετίες θα αφαιρέσει τη δυνατότητα από τις ΗΠΑ να επιτύχουν την τάχιστη παλινόρθωση της παγκόσμιας κυριαρχίας τους, η οποία θα διασφαλίσει σε μακροπρόθεσμη χρονική διάρκεια τα αμερικανικά συμφέροντα.

Οσο η κρίση στις ΗΠΑ δεν ξεπερνιέται, τόσο πείθονται οι πυλώνες του αμερικανικού κατεστημένου ότι ο Μπαράκ Ομπάμα πρέπει να παραμείνει στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ και για δεύτερη συνεχόμενη θητεία, κι όσο συμβαίνει κάτι τέτοιο, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν δυνατότητες ευελιξίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, τόσο διάφορα κέντρα και παράκεντρα πέριξ του Λευκού Οίκου θα πιέζουν τον ίδιο για εισβολή στο Ιράν. Αν, όμως, ο Αμερικανός πρόεδρος επιλέξει να επιτεθεί σε μερικούς μήνες στο Ιράν, τότε είναι βέβαιο ότι η σπατάλη τεραστίων πόρων, και όχι μόνο, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια την αμερικανική οικονομία στην αυτοκαταστροφή.

("Η ΑΞΙΑ", Από τη στήλη "Επί ξυρού ακμής", Σάββατο 14/1/2012)